Ήδη από πέρυσι υπό την ομπρέλα του νεοσχηματισθέντος ομίλου Avramar με έδρα τη Βαλένθια και μετόχους αμερικανικά και αραβικά Κεφάλαια, έχουν συνταχθεί οι πάλαι ποτέ μεγάλοι παίκτες του χώρου, Νηρεύς, Σελόντα και Andromeda Seafood σε ένα μεγάλο στοίχημα αναγέννησης του κλάδου που στα χρόνια της κρίσης παρολίγον να βουλιάξει υπό το βάρος των δυσβάσταχτων χρεών!
Η Avramar και Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς σήμερα φέρονται να ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής, περίπου 90.000 τόνους ετησίως. Μοναδικός εκ των τριών «μεγάλων» του κλάδου που πλέον παραμένει ελληνικών συμφερόντων είναι η Philosofish, πάλαι ποτέ Μπιτσάκος.
Το ντιλ για τα ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς αιφνιδίασε την αγορά και έρχεται σε μία στιγμή που οι ιχθυοκαλλιέργειες συνολικά κάνουν μία σοβαρή προσπάθεια ανάκαμψης έπειτα απ’ την κάμψη και τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν εν μέσω της πανδημίας.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η Grupo Profand έλαβε το 60% των μετοχών χωρίς ωστόσο να έχει διευκρινιστεί το ύψος του ντιλ. Πληροφορίες του newmoney αναφέρουν ότι υπάρχει παράθυρο μέσα στη συμφωνία για την πλήρη εξαγορά της εταιρείας στο μέλλον.
Έως τότε ή μέχρι την παρέλευση πενταετίας η κα Λάρα Φατίμα Μπαράζι Γερουλάνου, σύζυγος του Παύλου που επί χρόνια κρατά το «τιμόνι» της εταιρείας στα χέρια της, θα συνεχίσει να έχει την διοίκηση της πρώτης εταιρείας στο χώρο των ιχθυοκαλλιεργειών για την παραγωγή ευρωπαϊκού λαβρακιού και τσιπούρας που είχε δημιουργήσει το 1981 ο Μαρίνος Γερουλάνος, πατέρας του Παύλου. Μάλιστα στη νέα σύμβαση της με την εταιρεία προβλέπεται ετήσια αμοιβή 20.000 ευρώ καθώς και συμμετοχή στα κέρδη της επιχείρησης.
Η συμφωνία προωθείται ως μία κατάσταση win win αφού για τους μεν Ισπανούς, όπως διεφάνη και απ’ την επίσημη τοποθέτηση του διευθύνοντος συμβούλου της Profand, Enrique Garcia Chillon , ενισχύει τα μερίδια στην μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια και συγκεκριμένα στις αγορές της τσιπούρας και του λαβρακιού, για τα δε ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς ανοίγει διαύλους σε μία σειρά χωρών οπου η Profand έχει επεκταθεί στήνοντας δίκτυα…
Σημειωτέον πως ο όμιλος Profand είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος βάσει πωλήσεων στον τομέα των αλιευμάτων στην Ισπανία με παρουσία σε 60 χώρες, 12 εργοστάσια και περισσότερους από 3.000 εργαζόμενους, ενώ το 2020 πραγματοποίησε πωλήσεις 664 εκατ. ευρώ έναντι 471 εκατ. ευρώ το 2019.
Η Avramar πάλι (σσ το όνομα προκύπτει από τον συνδυασμό της ελληνική λέξης «αύρα» και της λατινικής «mare») έχει αναλάβει το μεγάλο στοίχημα της δημιουργίας του «εθνικού πρωταθλητή» συνδυάζοντας τις πάλαι ποτέ ηγέτιδες του χώρου (Νηρέας, Σελόντα, Ανδρομέδα, Περσέας) μέσα από μία αναγκαστική ενοποίηση δυνάμεων, με τα χρέη ελαφρύτερα και ρυθμισμένα, αλλά και τη χρηματοδοτική υποστήριξη δύο σημαντικών ξένων funds (Amerra Capital, Mubadala).
Ένα στοίχημα που μένει να φανεί αν θα κερδηθεί καθώς η πρώτη χρονιά λειτουργίας του ενιαίου σχήματος συνοδεύτηκε απ’ τις έντονες αναταράξεις που προκάλεσε η πανδημία και τα Lockdowns αλλά και η αποχώρηση του πρώτου διευθύνοντος συμβούλου του Ομίλου, του Ελληνοαμερικανού Alex Meyers.
Ο όμιλος Avramar διαθέτει σήμερα 10 ιχθυογεννητικούς σταθμούς στην Ελλάδα και δύο στην Ισπανία, 63 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας στην Ελλάδα και 9 στην Ισπανία, 10 συσκευαστήρια στην Ελλάδα και δύο στην Ισπανία, τρεις μονάδες μεταποίησης στην Ελλάδα και μία στην Ισπανία, ενώ στη χώρα μας διαθέτει και τρεις μονάδες παραγωγής ιχθυοτροφών, «κληροδότημα» της Περσέας. Από τους 2.300 εργαζομένους, οι περίπου 1.900 είναι στην Ελλάδα και ο όμιλος έχει πωλήσεις σε 35 χώρες συνολικά, σε πάνω από 700 πελάτες.
Ο τρίτος πόλος, η εταιρεία Philosofish, πήρε τη σημερινή του μορφή χάρη και στα πωλητήρια που αναγκάστηκαν κατ’ εντολή της Γεν. Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ε.Ε. (DG Comp) να βάλουν σε συγκεκριμένες δομές τους οι εταιρείες που τέθηκαν υπό την ομπρέλα της Avramar
Μάλιστα τον περασμένο Απρίλιο ολοκληρώθηκε η διαδικασία εξαγοράς 23 ιχθυοτροφικών μονάδων, 3 ιχθυογεννητικών σταθμών και 3 συσκευαστηρίων που ανήκαν στις Νηρεύς και Σελόντα αντί 51 εκατ. ευρώ, κάτι που αύξησε τη δυναμικότητα παραγωγής της Philosofish σε 16.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακίου, ετησίως.
Από το 2015 βασικός μέτοχος της Philosofish είναι το επενδυτικό fund Diorasis International με έδρα στο Λουξεμβούργο, το οποίο πήρε τον έλεγχο της Μπιτσάκος αντί 20 εκατ. ευρώ. Η Diorasis είναι ένα ελληνικών συμφερόντων επενδυτικό κεφάλαιο που έχουν συγκροτήσει ο εφοπλιστής Νικόλας Λυκιαρδόπουλος (Neda Maritime) και ο fund manager Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου σε συνεργασία με τον διακεκριμένο οικονομολόγο Γιώργο Μομφεράτο, τον τραπεζίτη Γιάννη Μπράβο και τους επιχειρηματίες Περικλή Β. Λιβά και Ανδρέα Σωτηρόπουλο.
Ο κλάδος βέβαια, πέραν των μεγάλων που πλέον ενοποιήθηκαν, έχει και άλλους, μικρότερους παίκτες. Συνολικά, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών, στον κλάδο σήμερα δραστηριοποιούνται 318 μονάδες θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας, στις οποίες απασχολούνται άμεσα 4.397 άτομα, μόνιμο και έκτακτο προσωπικό. Αυτές οι εταιρείες κάνουν ετήσιο τζίρο γύρω στα 600 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων πάνω από το 80% προέρχεται από τις διεθνείς αγορές.
Οι προοπτικές στα χρόνια του Covid 19
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική παραγωγή ειδών υδατοκαλλιέργειας το 2020 κατέγραψε άνοδο 3,4% φτάνοντας τους 133.168,2 τόνους σε σχέση με το 2019. Την ίδια στιγμή, η αξία έτρεξε με διψήφιο ρυθμό ανάπτυξης καθώς άγγιξε τα 558,8 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο 10%.
Η τσιπούρα παρέμεινε στην κορυφή εμφανίζοντας τις μεγαλύτερες ποσότητες και πωλήσεις. Συγκεκριμένα, παρήχθησαν 62.269 τόνους τσιπούρας, οι οποίοι μεταφράστηκαν σε πωλήσεις αξίας 289,81 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 12,1% και 14,5% αντίστοιχα.
Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το λαβράκι, η παραγωγή του οποίου διαμορφώθηκε στους 41.173 τόνους, εμφανίζοντας οριακή πτώση 0,2% ενώ η αξία ανήλθε στα 209,254 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 4,4%.
Ωστόσο πρωταθλητής σε ανάπτυξη τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία αναδείχθηκε ο κρανιός, η παραγωγή του οποίου σχεδόν διπλασιάστηκε το 2020, γεγονός που αποτυπώθηκε και σε όρους αξίας, η οποία ενισχύθηκε κατά 33,8%!
Αντίθετα η εκτροφή βιολογικών ψαριών συνέχισε να έχει μικρές αποδόσεις λόγω της περιορισμένης ζήτησης. Συγκεκριμένα, η παραγωγή βιολογικής ιχθυοκαλλιέργειας στη χώρα μας έπιασε μόλις τους 800 τόνους, αντιπροσωπεύοντας το 0,7% της συνολικής παραγωγής.